- καλοπαιδεύω
- καλοπαιδεύω (Μ)1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοπαιδευμένος και καλοπαιδεμένος, -η, -οναυτός που έχει καλή ανατροφή, ευάγωγος2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) καλοπαιδευμέναευγενικά, ευάγωγα, με σωστό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.