καλοπαιδεύω

καλοπαιδεύω
καλοπαιδεύω (Μ)
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοπαιδευμένος και καλοπαιδεμένος, -η, -ον
αυτός που έχει καλή ανατροφή, ευάγωγος
2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) καλοπαιδευμένα
ευγενικά, ευάγωγα, με σωστό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοπαίδευτος — καλοπαίδευτος, ον (Μ) βλ. καλοπαιδεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”